- επραξα
- ἔπραξαaor. 1 к πράσσω См. πρασσω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἔπραξα — πράσσω pass through aor ind act 1st sg ἔπρᾱξα , πράσσω pass through aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράττω — έπραξα, πράχτηκα, πραγμένος, κάνω, εκτελώ, πραγματοποιώ κάτι: Πράττω το καθήκον μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔπραξ' — ἔπραξα , πράσσω pass through aor ind act 1st sg ἔπρᾱξα , πράσσω pass through aor ind act 1st sg ἔπραξε , πράσσω pass through aor ind act 3rd sg ἔπρᾱξε , πράσσω pass through aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράττω — πράττω, έπραξα βλ. πίν. 27 Σημειώσεις: πράττω : σε στερεότυπες κυρίως εκφρ., όπως: καλώς έπραξες. Η λόγια παθητική μτχ. παρακειμένου έχει επιβιώσει ως ουσιαστικό (τα πεπραγμένα για πράξεις και αποφάσεις συμβουλίου, οργάνου κτλ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φέρω — και φέρνω έφερα, φέρθηκα, φερμένος 1. μτβ., σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω, υποβαστάζω: Φέρνει τη στάμνα στον ώμο του. 2. έχω κάτι πάνω μου ή από τη φύση μου ή ως εξάρτημα ή γραμμένο, και γενικά έχω: Τα ζώα που φέρουν κέρατα λέγονται κερασφόρα. –… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)